Τα βίβλία που συνέγραψαν οι Απόστολοι πήραν ιδιαίτερη αξία για τους πρώτους Χριστιανούς, ειδικά μετά το θάνατό τους. Έτσι, ήδη από το 100π.Χ. αποτέλεσαν τον κανόνα της Καινής Διαθήκης που μαζί με τον κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης (όχι όπως τη διαβάζουν οι Εβραίοι, αλλά με 10 βιβλία λιγότερα) αποτέλεσαν τα επίσημα κείμενα του χριστιανισμού, την Αγία Γραφή.
Κριτήριο για το ποια βιβλία εντάχθηκαν στην Αγία Γραφή, ήταν το ποιος τα έγραψε. Παράλληλα με τον "κανόνα" υπήρξαν και άλλα ορθόδοξα βιβλία, τα οποία η εκκλησία τα αποδέχθηκε και τα αξιοποίησε στην εικονογραφία και το εορτολόγιο, χωρίς όμως να τα εντάξει στην Αγία Γραφή.
Αυτά είναι τα λεγόμενα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Υπήρχαν βέβαια και κάποια βιβλία που ο Γνωστικισμός (φιλοσοφικό χριστιανικό ρεύμα της αρχαιότητας) προσπάθησε να ντύσει με χριστιανικό περίβλημα για να κερδίσει κύρος.
Κι αυτά επίσης ονομάστηκαν "Απόκρυφα Ευαγγέλια" επειδή αποκάλυπταν στους μύστες κρυφές διδασκαλίες που απαγορεύονταν να μάθουν άλλοι, μη μυημένοι, σε αντίθεση με τον Χριστιανισμό, που προορίζει τη γνώση για όλους τους ανθρώπους χωρίς περιορισμούς.
Ένα πολύ ενδιαφέρον χριστιανικό βιβλίο που μιλά για τη δίκη του Ιησού και την κάθοδό του στον Άδη, είναι το Απόκρυφο Ευαγγέλιο του Νικόδημου.
Αποτελείται από δύο μέρη: Τα πρακτικά της δίκης του Ιησού και την κάθοδο του Ιησού στον Άδη.
Υποτίθεται ότι συντάχθηκε από έναν άρχοντα των Ιουδαίων και μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου της Ιερουσαλήμ, το Νικόδημο. Αλλά στην πραγματικότητα, πρόκειται για ένα σύνθετο έργο που συντάχθηκε από διάφορους συγγραφείς σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές.
Πρώτη αναφορά στα πρακτικά της δίκης του Ιησού συναντάμε το 150 μ.Χ. με τον τίτλο Άκτα Πιλάτου (Acta Pilatus), δηλαδή "Πράξεις Πιλάτου".
Το κείμενο αυτό, σε αντίθεση με τα επίσημα Ευαγγέλια που δεν επιτρεπόταν να αλλάξουν ούτε σε ένα ι, αποτελούσε πρόσφορο έδαφος για προσθήκες και τροποποιήσεις που εξυπηρετούσαν την διαρκώς εξελισσόμενη χριστιανική κοινότητα. Η χρονολογία συγγραφής του απόκρυφου αυτού ευαγγελίου, τοποθετείται κάπου στον 4ο αιώνα μ.Χ. και συγγραφέας του πρέπει να ήταν ήταν κάποιος απλός χριστιανός.
Όπως είπαμε, αφετηρία για το πρώτο μέρος του ευαγγελίου αποτελούν τα πρακτικά της δίκης του Ιησού. Ενώ το δεύτερο μέρος, βασίζεται σε έγγραφη κατάθεση που έδωσαν στο εβραϊκό συμβούλιο δύο από τους νεκρούς που αναστήθηκαν μετά τη σταύρωση του Ιησου.
Αποσπάσματα από το κείμενο
Αφού συνεδρίασαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς ήλθαν στον Πιλάτο και είπαν:
- Ξέρουμε ότι αυτός είναι γιός του Ιωσήφ του μαραγκού γεννημένος από τη Μαρία. Μα λέει για τον εαυτό του ότι είναι υιός θεού και βασιλιάς. Αλλά και τα Σάββατα γιάτρεψε ανθρώπους με δόλια μέσα
- Ποια δόλια μέσα;
- Μάγος είναι και με την δύναμη του Βεζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων, διώχνει τα δαιμόνια
- Αυτό είναι αδύνατο. Κανένα πνεύμα ακάθαρτο, παρά ένας θεός μόνο, ο Ασκληπιός, έχει τέτοια δύναμη, να διώχνει τα δαιμόνια.
- Ζητούμε να τον φέρεις μέσα και να τον ακούσεις.
Ο Πιλάτος έστειλε τότε να φωνάξουν τον Ιησού. Καθώς μπήκε μέσα, οι ανάγλυφες εικόνες των αυτοκρατόρων πάνω στα λάβαρα έσκυψαν και τον προσκύνησαν. Κάλεσε τότε ο Πιλάτος όλους τους Ιουδαίους και τους είπε:
- Ξέρετε ότι η γυναίκα μου είναι θεοσεβούμενη και ακολουθεί περισσότερο μαζί με σας τις συνήθειες της ιουδαϊκής θρησκείας.
- Ναι, το ξέρουμε!
- Να λοιπόν, μου έστειλε μήνυμα και μου είπε "μην κάνεις τίποτα ενάντια σε αυτόν τον δίκαιο άνθρωπο γιατί πολλά τράβηξα τη νύχτα εξαιτίας του"
- Δε σου το είπαμε ότι είναι μάγος; Ορίστε, έστειλε ονειροπόλημα στη γυναίκα σου!
Κάλεσε τότε ο Πιλάτος τον Ιησού και του λέει:
- Τι σε κατηγορούν αυτοί; Δε μιλάς;
- Αν δεν είχαν εξουσία, δεν θα μιλούσαν καθόλου. Γιατί ο καθένας έχει εξουσία να λέει από το στόμα του ψέματα ή αλήθεια. Το κρίμα στο λαιμό τους.
Αποκρίθηκαν οι πρεσβύτεροι των Ιουδαίων:
- Ποιο κρίμα στο λαιμό μας; Πρώτα πρώτα, γεννήθηκες από μια πρόστυχη πράξη*. Ύστερα, η γέννησή σου έγινε αφορμή να χαθούν μωρά παιδιά στη Βηθλεέμ. Τρίτον, οι γονείς σου έφυγαν στην Αίγυπτο γιατί δε μπορούσαν να αντικρύσουν το λαό στα μάτια.
Λένε τότε από τους παρευρισκόμενους 12 Ιουδαίοι ότι δε γεννήθηκε από πρόστυχη πράξη, αλλά έγινε αρραβώνας ανάμεσα στον Ιωσήφ και τη Μαρία, στον οποίο παρευρέθηκαν. Τότε ο Πιλάτος, διατάζει όλο το πλήθος να βγει, εκτός από αυτούς τους 12 και τους ρωτά:
- Για ποιο λόγο θέλουν να τον σκοτώσουν;
- Τον φθονούν γιατί γιατρεύει το Σάββατο
- Για κάποιο καλό έργο θέλουν να τον σκοτώσουν;
- Ναι!
Θυμός κατέλαβε τότε τον Πιλάτο και βγαίνει από το πραιτώριο και λέει:
- Έχω μάρτυρα το θεό Ήλιο ότι καμιά κατηγορία δε βρίσκω στον άνθρωπο αυτό. Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το νόμο σας.
- Εμείς δεν επιτρέπεται να σκοτώσουμε κανέναν!
Μπήκε τότε πάλι στο πραιτώριο ο Πιλάτος και φώναξε κατ' ιδίαν τον Ιησού.
- Είσαι λοιπόν βασιλιάς;
- Η βασιλεία μου δεν είναι από αυτόν τον κόσμο. Γιατί εγώ γι' αυτό γεννήθηκα και ήρθα στον κόσμο ώστε ο καθένας που είναι από την αλήθεια να ακούσει τη φωνή μου.
- Τι είναι η αλήθεια;
- Η αλήθεια από τον ουρανό.
- Στη γη δεν υπάρχει αλήθεια;
- Βλέπεις πως αυτοί που λένε την αλήθεια, δικάζονται από αυτούς που έχουν την εξουσία πάνω στη γη.
Άφησε τότε τον Ιησού μέσα στο πραιτώριο ο Πιλάτος και βγαίνοντας έξω είπε στους Ιουδαίους:
- Εγώ δε βρίσκω καμία κατηγορία εις βάρος του. Είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δίκαιου ανθρώπου.
- Το αίμα του ας πέσει πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας!
Διέταξε τότε ο έπαρχος τους Ιουδαίους να βγουν, κάλεσε τον Ιησού και του είπε
- Τι θα κάνω με σένα;
- Ό,τι σου ορίστηκε.
Λέει στους Ιουδαίους ο Πιλάτος
- Πάρτε τον εσείς και δικάστε τον σύμφωνα με το δικό σας νόμο και τιμωρήστε τον με όποιον τρόπο θέλετε!
- Εμείς θέλουμε να σταυρωθεί.
- Δεν αξίζει για να σταυρωθεί.
Τότε πετάχθηκαν πολλοί Ιουδαίοι κι έλεγαν πως ο Ιησούς τους γιάτρεψε από ασθένειες και μια γυναίκα με το όνομα Βερονίκη είπε ότι υπέφερε από αιμορραγία και άγγιξε το ρούχο του κι έγινε καλά κι άλλοι είπαν για το Λάζαρο που πέθανε και αναστήθηκε κι ότι αυτός ο άνθρωπος είναι προφήτης και του υποτάσσονται τα δαιμόνια. Τρόμος έπιασε τότε τον Πιλάτο και λέει στο λαό.
- Γιατί και οι δάσκαλοί σας δεν υποτάχθηκαν τότε σε αυτόν;
- Δεν ξέρουμε.
- Γιατί θέλετε να χύσετε αθώο αίμα; Ξέρετε ότι είναι το έθιμό σας στη γιορτή των αζύμων να σας ελευθερώνουν έναν φυλακισμένο. Έχω κλεισμένο στη φυλακή έναν κατάδικο φονιά με το όνομα Βαραββάς κι αυτόν εδώ τον Ιησού που δεν του βρίσκω καμία κατηγορία. Ποιον θέλετε να σας ελευθερώσω;
- Τον Βαραββά!
- Και τι να κάνω τον Ιησού;
- Να σταυρωθεί!
Οργίστηκε τότε ο Πιλάτος και λέει στους Ιουδαίους:
- Όλο ανταρσία ήταν πάντοτε το έθνος σας και τα βάζατε με όσους σας ευεργετούσαν.
- Εμείς ξέρουμε βασιλιά τον Καίσαρα και όχι τον Ιησού. Γιατί και οι μάγοι του έφεραν δώρα από την Ανατολή σα να ήταν βασιλιάς. Και όταν το άκουσε ο Ηρώδης θέλησε να τον σκοτώσει.
Ακούγοντας τα λόγια αυτά ο Πιλάτος φοβήθηκε κι έγνεψε στα πλήθη που φώναζαν να σωπάσουν και τους λέει:
- Ώστε αυτός είναι που ζητούσε ο Ηρώδης;
- Ναι, αυτός είναι.
Πήρε τότε νερό ο Πιλάτος κι ένιψε τα χέρια του αντίκρυ στον ήλιο λέγοντας:
- Είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δίκαιου ανθρώπου, το κρίμα στο λαιμό σας
- Το αίμα του να πέσει πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας!
Βγήκε τότε ο Ιησούς από το πραιτώριο με τους δυο κακούργους κι όταν έφθασαν στον καθορισμένο τόπο, του έβγαλαν τα ρούχα, τον έζωσαν με ένα λινό πανί, του φόρεσαν ακάνθινο στεφάνι. Κι έλεγε ο Ιησούς "πατέρα, συγχώρεσέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν". Οι αρχιερείς και οι άρχοντες μαζί με το λαό κορόιδευαν "άλλους έσωσε, ας σώσει τώρα και τον εαυτό του". Τον χλεύαζαν και οι στρατιώτες που έρχονταν κοντά του δίνοντάς του ξύδι και χολή.
Ήταν περίπου δώδεκα η ώρα το μεσημέρι κι έπεσε σκοτάδι στη γη ως τις τρεις το απόγευμα γιατί σκοτείνιασε ο ήλιος και το παραπέτασμα του ναού σκίστηκε στη μέση. Και φώναξε ο Ιησούς με δυνατή φωνή "Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου" και, μόλις ο είπε αυτό, ξεψύχησε. Και όλα τα πλήθη που είχαν συγκεντρωθεί, μόλις είδαν αυτά που έγιναν, έφευγαν χτυπώντας τα στήθη τους μετανιωμένα.
Κάλεσε μετά ο Πιλάτος τους Ιουδαίους και τους είπε:
- Είδατε το τι έγινε;
- Μια συνηθισμένη ήταν έκλειψη του ηλίου
Κάποιος Ιωσήφ, βουλευτής από την πόλη της Αριμαθαίας, ήρθε στον Πίλάτο και ζήτησε το σώμα του Ιησού. Και αφού το κατέβασε από το σταυρό, το τύλιξε με καθαρό σεντόνι και το έβαλε σε ένα λαξευμένο μνήμα, στο οποίο δεν είχαν βάλει ποτέ κανέναν.
Πιάσαν τότε οι Ιουδαίοι τον Ιωσήφ και διέταξαν να φυλακιστεί σε ένα σπίτι χωρίς παράθυρα μέχρι την πρώτη μέρα της εβδομάδας. Μαζεύτηκαν λοιπόν στη Συναγωγή την πρώτη μέρα της εβδομάδας και συσκέφτονταν με ποιο τρόπο να τον θανατώσουν. Και, αφού συνήλθε η Συναγωγή, διέταξαν να τον φέρουν εκεί με ατιμωτικό τρόπο. Αλλά όταν άνοιξαν την πόρτα δεν τον βρήκαν μέσα.
Και πετάχθηκε πάνω έκθαμβος όλος ο λαός γιατί τις κλειδαριές τις βρήκαν άθικτες και τα κλειδιά τα είχε ο Καϊάφας. Και δεν τόλμησαν πια να σηκώσουν χέρι πάνω σε αυτούς που μίλησαν υπέρ του Ιησού μπροστά στον Πιλάτο.
Ενώ ακόμα συνεδρίαζε η Συναγωγή, έρχονται μερικοί στρατιώτες που φύλαγαν τον τάφο του Ιησού και ανήγγειλαν το πώς έγινε μεγάλος σεισμός και είδαν άγγελο να κατεβαίνει από τον ουρανό και κύλησε την πέτρα στο άνοιγμα της σπηλιάς.
Και είπε στις γυναίκες που έστεκαν πλάι στον τάφο "μη φοβάστε, δεν είναι εδώ ο Ιησούς, αναστήθηκε από τους νεκρούς και τρέξτε γρήγορα να πείτε στους μαθητές του ότι είναι στη Γαλιλαία".
Όταν άκουσαν οι Ιουδαίοι τα λόγια κατατρόμαξαν και λέγαν "όλοι θα μεταστραφούν και θα πιστέψουν στον Ιησού, αν μαθευτούν αυτά τα νέα".
Και αφού έκαναν συμβούλιο, μάζεψαν χρήματα πολλά και τα έδωσαν στους στρατιώτες για να πουν ότι ήρθαν οι μαθητές του τη νύχτα και έκλεψαν το σώμα.
Κάποιοι θεοσεβούμενοι άνθρωποι κατέβηκαν από τη Γαλιλαία στην Ιερουσαλήμ και ανήγγειλαν στους αρχιερείς ότι είδαν τον Ιησού να κάθεται με τους μαθητές του στο όρος Μαμίλχ και να τους διδάσκει. Κι έπειτα, ότι τον είδαν που αναλήφθηκε στον ουρανό. Έστειλαν τότε οι ιερείς αθρώπους να αναζητήσουν τον Ιησούς ως τα πέρατα του Ισραήλ αλλά δεν τον βρήκαν. Βρήκαν όμως στην Αριμαθαία τον Ιωσήφ. Οι αρχιερείς, με μεγάλο σεβασμό, τον κάλεσαν και τον ρώτησαν το τι έγινε.
- με φυλακίσατε την Παρασκευή κι έμεινα όλο το Σάββατο μέσα. Και τα μεσάνυχτα, καθώς στεκόμουν και προσευχόμουν, το σπίτι που με κλείσατε κρεμάστηκε από τις τέσσερεις γωνίες κι είδα κάτι σαν λάμψη από αστραπή στα μάτια μου. Κατατρόμαξα κι έπεσα χάμω. Και κάποιος με έπιασε από το χέρι και με έβγαλε έξω και απαλές σταγόνες νερό χύθηκαν από το κεφάλι ως τα πόδια μου και μια μυρωδιά από μύρο απλώθηκε στα ρουθούνια μου.
Και κείνος μου σκούπισε το πρόσωπο, με φίλησε και μου είπε "μη φοβάσει Ιωσήφ, άνοιξε τα μάτια σου και δες ποιος σου μιλάει". Άνοιξα τα μάτια μου και είδα τον Ιησού. Και κατατρόμαξα νομίζοντας ότι είναι φάντασμα κι άρχισα να λέω τις εντολές. Και τις έλεγε κι αυτός μαζί μου. Βλέποντας ότι τις έλεγε μαζί μου, του είπα
"ραββί Ηλία!" "
δεν είμαι ο Ηλίας"
"Ποιος είσαι Κύριε;"
"Εγώ είμαι ο Ιησούς, που ζήτησες το σώμα του από τον Πιλάτο και με έντυσες με καθαρό σεντόνι και έβαλες σουδάριο στο πρόσωπό μου και με έβαλες μέσα στην καινούργια σου σπηλιά και κύλησες στην είσοδό της μεγάλη πέτρα".
"Δείξε μου τον τόπο που σε έβαλα".
Και με πήγε και μου έδειξε τον τόπο και το σεντόνι που κείτονταν εκεί μαζί με το σουδάριο. Και κατάλαβα ότι ήταν ο Ιησούς. Και με πήρε από το χέρι και με έφερε καταμεσίς στο σπίτι μου, όπου ήταν κλειστές οι πόρτες, και με πήγε στο κρεβάτι μου και μου είπε
"Η ειρήνη μαζί σου".
Με φίλησε ύστερα και μου είπε "Για σαράντα ημέρες μη βγεις έξω από το σπίτι σου. Γιατί να, δες, πηγαίνω στους αδερφούς μου στη Γαλιλαία".
Διαμήνυσαν τότε οι αρχισυνάγωγοι και οι ιερείς σε όλο το Ισραήλ και είπαν
"Καταραμένος να είναι εκείνος που θα λατρέψει δημιούργημα από ανθρώπινο χέρι και κτίσματα πλάι στον κτίστη" .
"Αμήν, αμήν, απάντησε όλος ο λαός.
Η κάθοδος του Ιησού στον Άδη
Λέει ο Ιωσήφ: "Το φοβερό δεν είναι που αναστήθηκε ο Ιησούς, αλλά ότι ανάστησε πολλούς από τους νεκρούς. Όπως τον Συμεών που πήρε στην αγκαλιά του τον Ιησού όταν ήταν βρέφος στο ναό και τους δυο γιούς του. Ας πάμε να τους βρούμε στην Αριμαθαία"
Πήγαν οι αρχιερείς στην Αριμαθαία και τους βρήκαν, τους έφεραν έπειτα στην Ιερουσαλήμ στη Συναγωγή, κλείδωσαν τις πόρτες, έβαλαν στη μέση την Παλαιά Διαθήκη και τους ζήτησαν να δώσουν όρκο πώς αναστήθηκαν. Έκείνοι έκαναν στο μέτωπό τους το σημείο του σταυρού και αφού κάθισαν, έγραψαν τα παρακάτω:
Ήμασταν στον Άδη μαζί με όλους που κοιμήθηκαν από την αρχή των αιώνων. Και μέσα στα μεσάνυχτα, στα σκοτεινά εκείνα μέρη χάραξε, σα να ήταν το φως του ήλιου κι έλαμψε και φωτιστήκαμε και είδαμε ο ένας το πρόσωπο του άλλου.
Ο προφήτης Ησαΐας είπε "Αυτό το φως είναι από τον Πατέρα και τον Υιό και από το Άγιο Πνεύμα, το είχα προφητεύσει εγώ όσο ήμουνα ακόμα ζωντανός".
Έπειτα ήρθε στη μέση ένας άλλος ασκητής, ο Ιωάννης, και είπε " Αυτός είναι ο Υιός του Θεού, με τα χέρια μου τον βάπτισα στον Ιορδάνη ποταμό. Μόλις τον δείτε, προσκυνήστε τον όλοι γιατί τώρα μόνο έχετε την ευκαιρία να μετανοήσετε για ό,τι αμαρτήσατε στον μάταιο πάνω κόσμο. Άλλοτε να έχετε την ευκαιρία είναι αδύνατο των αδυνάτων!"
Μέσα στην τόση χαρά όλων ήρθε ο Σατάν, κληρονόμος του σκότους και λέει στον Άδη:
- Φαταούλα κι αχόρταγε, πρόσεξε τα λόγια μου. Από τη γενιά των Ιουδαίων είναι κάποιος Ιησούς που ονομάζει τον εαυτό του Υιό Θεού. Μιας όμως και δεν είναι τίποτε άλλο παρά μονάχα ένας άνθρωπος, με τη βοήθεια τη δικιά μας τον σταύρωσαν οι Ιουδαίοι. Και τώρα που πέθανε να είσαι έτοιμος να τον ασφαλίσουμε καλά εδώ πέρα. Μου έκανε πολλές ζημιές στον πάνω κόσμο τότε που συναναστρεφόταν ακόμα τους θνητούς. Αλλά δεν τον φοβήθηκα κι έβαλα τους Ιουδαίους και τον σταύρωσαν και τον πότισαν και χολή και ξύδι. Ετοιμάσου λοιπον, όταν θα έρθει, να τον κρατήσεις γερά εδώ κάτω,
- Κληρονόμε του σκότους, γιε του χαμού, διάβολε, τώρα δα μου είπες ότι πολλούς που ετοίμασες εσύ για να τους θάψουν, αυτός με το λόγο του μόνο τους ξανάδωσε ζωή. Πώς λοιπόν και με ποια δύναμη θα κρατηθεί από μας;. Δεν πάει πολύς καιρός που κατάπια κάποιον με το όνομα Λάζαρος και μετά από λίγο, κάποιος από τους ζωντανούς, με το λόγο του μόνον τον τράβηξε έξω. Νομίζω ότι είναι αυτός που εσύ λες. Αν λοιπόν τον πάρουμε εδώ μέσα, φοβάμαι μήπως κινδυνέψουμε να χάσουμε και τους άλλους. Γι' αυτό και σε ξορκίζω, μην τον φέρεις εδώ γιατί νομίζω ότι έρχεται για να αναστήσει όλους τους νεκρούς. Και τούτο σου λέω, μα το σκοτάδι που έχουμε, εάν τον φέρεις αυτόν εδώ πέρα, δε θα μου μείνει κανείς πια νεκρός.
Κι ενώ έλεγαν αυτά ακούστηκε μια δυνατή φωνή σαν βροντή να λέει; "Ανοίξτε άρχοντες τις πύλες και παραμερίστε πύλες αιώνιες και θα διαβεί ο βασιλιάς της δόξας".
Ο Άδης αποκρίθηκε "Ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς της δόξας;"
Λένε οι άγγελοι "Ο Κύριος ο ισχυρός και δυνατός, ο Κύριος ο δυνατός στη μάχη".
Κι αμέσως οι πύλες συντρίφθηκαν και οι αιχμάλωτοι νεκροί ελευθερώθηκαν και ήρθε μέσα ο βασιλιάς της δόξας σαν ένας άνθρωπος και όλα τα άραχλα μέρη του Άδη φωτίστηκαν.
Αμέσως ούρλιαξε ο Άδης: "Νικηθήκαμε, αλίμονό μας!"
Τότε ο βασιλιάς της δόξας έπιασε από το κεφάλι τον Σατάν και, παραδίδοντάς τον στους αγγέλους, είπε "δέστε καλά στα σίδερα τα χέρια και τα πόδια, το σβέρκο και το στόμα του".
Έπειτα, παραδίδοντάς τον στον Άδη, είπε "πάρτον και φύλαγέ τον καλά ως τη Δευτέρα Παρουσία μου".
Άπλωσε τότε το δεξί του χέρι κι έπιασε και σήκωσε τον Αδάμ. Έπειτα στράφηκε προς τους υπόλοιπους και είπε "ελάτε μαζί μου όλοι εσείς που θανατωθήκατε από το ξύλο που άγγιξε αυτός. Γιατί με το ξύλο του σταυρού εγώ , να , πάλι σας ανασταίνω".
Ευλόγησε ο Σωτήρας στο μέτωπο τον Αδάμ με το σημείο του σταυρού κι αφού έκανε το ίδιο με τους προφήτες και τους προπάτορες, τους πήρε όλους και πετάχθηκε έξω από τον Άδη ενώ οι άγιοι πατέρες έψαλλαν "Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Ωσαννά ο εν τοις υψίστοις".
Ήρθε λοιπόν στον Παράδεισο κρατώντας τον Αδάμ από το χέρι και τον παρέδωσε στον αρχάγγελο Μιχαήλ μαζί με όλους τους δίκαιους. Καθώς περνούσαν την πύλη του Παραδείσου συνάντησαν δυο ηλικιωμένους ανθρώπους που τους ρώτησαν οι άγιοι πατέρες:
"Ποιοι είστε εσείς που δε γνωρίσατε τον θάνατο και δεν κατεβήκατε στον Άδη, αλλά με τα σώματα και τις ψυχές σας κατοικείτε στον παράδεισο;".
Ο ένας από τους δύο αποκρίθηκε και είπε "Εγώ είμαι ο Ενώχ που έδωσα χαρά στο Θεό και με έφερε εδώ κοντά του και αυτός είναι ο Ηλίας. Και οι δύο μέλλει να ζήσουμε ως τη συντέλεια των αιώνων. Τότε, θα μας στείλει ο θεός για να πολεμήσουμε τον Αντίχριστο και μετά από τρεις μέρες να αναστηθούμε και να μας αρπάξουν τα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο."
Την ώρα που έλεγαν αυτά ήρθε ένας άλλος ταπεινός στη θωριά άνθρωπος που κουβαλούσε στους ώμους και το σταυρό και είπε "Εγώ ληστής ήμουν και κλέφτης στον κόσμο, γι' αυτό με συνέλαβαν και με σταύρωσαν μαζί με τον Κύριό μας. Καθώς κρεμόμουν λοιπόν στο σταυρό, είδα τα σημάδια και πίστεψα και τον παρακάλεσα να μη με ξεχάσει. Κι αμέσως μου απάντησε ότι σήμερα κιόλας θα είμαι μαζί του στον Παράδεισο. Πήρα λοιπόν στους ώμους το σταυρό και ήρθα και είπα στον αρχάγγελο Μιχαήλ "ο Κύριός μας, ο εσταυρωμένος Ιησούς, με έστειλε εδώ πέρα, πήγαινέ με λοιπόν στην πύλη της Εδέμ".
Και μόλις είδε η πύρινη ρομφαία το σχήμα του σταυρού μου άνοιξε και μπήκα.
Όλα αυτά είδαμε και ακούσαμε και μας έστειλε ο αρχάγγελος Μιχαήλ να κηρύξουμε την ανάσταση του Κυρίου αφού πρώτα βαπτιστούμε στον Ιορδάνη. Τώρα όμως φεύγουμε γιατί δε μπορούμε να μείνουμε άλλο εδώ πέρα.
Αφού τα έγραψαν αυτά και σφράγισαν τους κυλίνδρους, έδωσαν τους μισούς στους αρχιερείς και τους άλλους μισούς στον Ιωσήφ και το Νικόδημο κι αμέσως έγιναν άφαντοι...
Comments