Από το 1979, όταν στο Ιράν το πολιτικό καθεστώς μετετράπη σε θρησκευτική δικτατορία, από τότε δηλαδή που έλαβε χώρα η Επανάσταση των Μουλάδων υπό την ηγεσία του Αγιατολάχ Χομεϊνί, το Ισραήλ ποτέ δεν κοιμήθηκε ήσυχο τα βράδια...
Γράφει ο Σταύρος Λυγερός
Είναι ηλίου φαεινότερο ότι με τις δύο πρόσφατες επιχειρήσεις δολοφονίας (του πολιτικού ηγέτη της Χαμάς στην Τεχεράνη και ανωτάτου στελέχους της Χεζμπολάχ στη Βηρυτό) το Ισραήλ επιχειρεί να προκαλέσει μία πολεμική σύγκρουση με το Ιράν, προσδοκώντας βασίμως ότι σε μία τέτοια περίπτωση οι ΗΠΑ θα εξωθηθούν να ρίξουν το στρατιωτικό βάρος τους υπέρ του εβραϊκού κράτους.
Με την ίδια πρόθεση το Ισραήλ είχε προ καιρού βομβαρδίσει το ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό, σκοτώνοντας ανώτερο στέλεχος των Φρουρών της Επανάστασης.
Όπως είναι γνωστό, εκείνη η πρόκληση είχε απαντηθεί με μία μετρημένη ιρανική επίθεση με drones και πυραύλους τρίτης κατηγορίας, η οποία είχε προαναγγελθεί και σχεδόν συμφωνηθεί με την παρέμβαση των Αμερικανών, ώστε και η Τεχεράνη να μην εξευτελιστεί και ταυτοχρόνως να αποτραπεί η ανεξέλεγκτη κλιμάκωση.
Το πως θα απαντήσει στη νέα πρόκληση το Ιράν θα φανεί προσεχώς, αλλά είναι σαφές πως δεν θέλει να πέσει στην παγίδα που του στήνει συστηματικά ο Νετανιάχου. Από την άλλη, όμως, δεν μπορεί να καταπιεί χωρίς αντίδραση τη νέα πρόκληση.
Το Ισραήλ διακατέχεται από μία ακραία αντίληψη για την εθνική ασφάλεια. Όσον αφορά τους γείτονές του θεωρεί απειλή για την ασφάλειά του και μόνο την ύπαρξη άλλου ισχυρού μουσουλμανικού κράτους στη Μέση Ανατολή.
Αν ήταν δυνατόν, θα ήθελε τη διάσπαση των μεγάλων μουσουλμανικών κρατών της περιοχής σε αδύναμα κρατίδια. Παραλλήλως, ο ισραηλινός στρατός δεν δίσταζε να διαπράττει μαζικούς φόνους Παλαιστίνιων διαδηλωτών ή και αμάχων, πολύ πριν την αιματηρή επίθεση της Χαμάς.
Ο σιιτικός διάδρομος
Μετά το κλείσιμο του μετώπου με την Αίγυπτο (συνθήκη του Καμπ Ντέηβιντ), στο στόχαστρο του Τελ Αβίβ είχε μπει η Λιβύη του Καντάφι και το Ιράκ του Σαντάμ.
Μέσω των ερεισμάτων του στην Ουάσιγκτον, το Ισραήλ πρωτοστάτησε στο παρασκήνιο για να πραγματοποιηθεί η εισβολή στο Ιράκ. Η εισβολή πραγματοποιήθηκε και το καθεστώς του Σαντάμ ανετράπη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν το Ιράκ, λόγω της σιιτικής πλειονότητας του πληθυσμού, να βρεθεί στη σφαίρα επιρροής της Τεχεράνης!
Μέσω του Ιράκ, οι Ιρανοί απέκτησαν άμεση επαφή με τη σύμμαχό τους Συρία και μέσω της Συρίας με τη Χεζμπολάχ στο Λίβανο. Με άλλα λόγια, το σχετικά μακρινό Ιράν απέκτησε τη δυνατότητα να κάνει προβολή ισχύος στα σύνορα του Ισραήλ. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την “ήττα” του αήττητου ισραηλινού στρατού από τη Χεζμπολάχ το 2006, έχει προκαλέσει ένα είδος “ψύχωσης” στο εβραϊκό κράτος, η οποία επικαθορίζει τη στρατηγική του.
Όταν εκδηλώθηκε η εξέγερση εναντίον του Άσαντ, έκανε τα πάντα για να διευκολύνει την ανατροπή του καθεστώτος και έτσι να κόψει τον σιιτικό διάδρομο. Όπως έχει δημοσίως ομολογήσει Ισραηλινός αξιωματούχος, το Τελ Αβίβ δεν δίστασε να βοηθήσει και τους κάθε είδους τζιχαντιστές με τη λογική “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα”.
Τα πράγματα στη Συρία, όμως, δεν εξελίχθηκαν όπως ήθελε η Δύση το Ισραήλ και η Τουρκία. Με τη βοήθεια της Ρωσίας κυρίως στον αέρα και του Ιράν και της Χεζμπολάχ στο έδαφος, το ετοιμόρροπο καθεστώς Άσαντ ανέκαμψε.
Οι απειλές κατά Ισραήλ
Ας σημειωθεί ότι η στρατηγική των νεοσυντηρητικών της κυβέρνησης Μπους Jr για “αναμόρφωση της Μέσης Ανατολής”, μπορεί να είχε προμετωπίδα το “νέο αμερικανικό αιώνα”, αλλά παράλληλο και ισχυρό κίνητρό της ήταν η διαμόρφωση φιλικού γεωπολιτικού περιβάλλοντος για το Ισραήλ, το οποίο συνεχίζει να ισχυρίζεται ότι υφίσταται περικύκλωση. Αυτή, όμως, έχει προ πολλού πάψει να υφίσταται.
Τα μέτωπά του με Αίγυπτο και Ιορδανία είχαν κλείσει. Η Συρία ήταν αδύναμη και πριν ξεσπάσει ο πόλεμος. Το Ιράκ έχει βρεθεί υπό κατοχή και οι αραβικές μοναρχίες του Κόλπου είχαν αρχίσει να κλείνουν το μέτωπο με το Ισραήλ (συμφωνίες του Αβραάμ).
Μόνο το Ιράν και οι σύμμαχοί του (Χεζμπολάχ, Χαμάς, Χούθι και σιιτικές πολιτοφυλακές σε Συρία και Ιράκ) μπορούν να απειλήσουν την ασφάλεια του Ισραήλ.
Αυτή η απειλή, ωστόσο συνδέεται άρρηκτα με το Παλαιστινιακό. Εάν προέκυπτε πολιτική διευθέτηση με ίδρυση παλαιστινιακού κράτους, οι απειλές αυτές αυτομάτως σχεδόν θα έπαυαν να υφίστανται. Μία τέτοια εξέλιξη θα εκτόνωνε σε μεγάλο βαθμό την αντιδυτική πλημμυρίδα στον μουσουλμανικό κόσμο και κατ’ επέκτασιν θα συρρίκνωνε την απήχηση των τζιχαντιστών.
Το Παλαιστινιακό όμως δεν ήταν ποτέ ένα οριοθετημένο τοπικά πρόβλημα. Ήταν η αιτία και ο πυρήνας της ευρύτερης αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης.
Αυτός είναι ο λόγος που εξαρχής απέκτησε τεράστια συμβολική σημασία όχι μόνο για τους Άραβες, αλλά συνολικά για τον μουσουλμανικό κόσμο. Το συμβολικό αυτό πολιτικό φορτίο μεγάλωσε περισσότερο με την άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
Ακόμα και μετριοπαθείς δυτικότροποι μουσουλμάνοι εναντιώνονται στην αμερικανική στήριξη προς το Ισραήλ παρ’ όλα όσα διαπράττει. Μ’ αυτή την έννοια, το Παλαιστινιακό εκ των πραγμάτων λειτουργούσε ως μηχανισμός πολιτικής νομιμοποίησης της ισλαμικής τρομοκρατίας στα μάτια πολλών μουσουλμάνων.
Γι’ αυτό και η επίλυσή του αποτελεί κλειδί για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ Δύσης και Ισλάμ.
Το Ισραήλ και η αμερικανική υπερδύναμη
Στην Ουάσινγκτον αρκετοί το έχουν αντιληφθεί, αλλά λίγοι τολμούν να έλθουν σε αντίθεση με ένα δόγμα-ταμπού της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Ακόμα και σήμερα που ο ισραηλινός στρατός στη Λωρίδα της Γάζας έχει σκοτώσει περίπου 40.000 και τραυματίσει πάνω από 90.000 Παλαιστινίους (κυρίως αμάχους), προκαλώντας πρωτοφανείς εδώ και δεκαετίες κινητοποιήσεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια, το πολιτικό κατεστημένο της Ουάσινγκτον, έστω και με γκρίνιες, στηρίζει άνευ όρων το Ισραήλ, παρότι αυτό βλάπτει σοβαρά τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης και κατέχοντας θέσεις-κλειδιά στους πολιτικούς-διοικητικούς θεσμούς και στην οικονομία στις ΗΠΑ, το εβραϊκό λόμπι κατάφερε να αποτρέψει πρωτοβουλίες που θα έλυναν το πρόβλημα.
Για την ακρίβεια, επέτυχε να παρουσιάσει την εθνικιστική-επιθετική στρατηγική του Ισραήλ σαν αιχμή του δόρατος της αμερικανικής αντιτρομοκρατικής εκστρατείας.
Στην πραγματικότητα, το Ισραήλ σε σημαντικό βαθμό χειραγωγεί εμμέσως την αμερικανική υπερδύναμη. Η υπεράσπισή του αποτελεί για δεκαετίες υψηλή προτεραιότητα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής.
Αυτή είναι η αιτία που με διάφορα προσχήματα η ρητορική υπέρ της αναγνώρισης παλαιστινιακού κράτους μένει για δεκαετίες νεκρό γράμμα.
Είναι ακριβώς η αμερικανική υποστήριξη που επιτρέπει στο Νετανιάχου να προβοκάρει συστηματικά την Τεχεράνη, ελπίζοντας να την παρασύρει σε ένοπλη σύγκρουση, η οποία με τη σειρά της θα συμπαρασύρει στο πλευρό του Ισραήλ τις ΗΠΑ.
Το Ιράν βλέπει την παγίδα και γι’ αυτό επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση. Μπορεί στο ρητορικό επίπεδο να χρησιμοποιεί υψηλούς επιθετικούς τόνους (συνηθίζεται στη Μέση Ανατολή), αλλά στην πράξη είναι προσεκτικό κι όποτε απαντάει το κάνει μέσω συμμάχων του.
Το Ισραήλ, βεβαίως, διαχρονικά εκμεταλλεύεται στο έπακρο την ακραία ρητορική της Τεχεράνης και των συμμάχων της ότι επιδιώκουν τον αφανισμό του, για να δικαιολογεί τις δικές του επιθετικές ενέργειες.
Ισραήλ και Ιράν
Η Χεζμπολάχ, οι Χούτι, οι σιιτικές οργανώσεις σε Ιράκ και Συρία μπορεί να χρηματοδοτούνται και εξοπλίζονται από το Ιράν, αλλά δεν είναι κυνικοί μισθοφόροι του. Πρόκειται για τοπικά κινήματα, που γεννήθηκαν και αντλούν από τις τοπικές συνθήκες. Προσδέθηκαν με την Τεχεράνη αφενός λόγω του σιιτικού χαρακτήρα τους, αφετέρου για να επιβιώσουν. Αναμφίβολα, το Ιράν χρησιμοποιεί αυτά τα κινήματα για τις δικές του γεωστρατηγικές σκοπιμότητες γενικά και ειδικά για να απαντά στο Ισραήλ.
Τέλος, η Χαμάς προσδέθηκε στο Ιράν, παρότι σουνιτική οργάνωση, επειδή είναι το μόνο που υψώνει τη σημαία του Παλαιστινιακού και υποστηρίζει εμπράκτως την ίδια.
Όπως προαναφέραμε, η Τεχεράνη δεν επιθυμεί κλιμάκωση, επειδή έχει συνείδηση πως εάν εμπλακεί σε γενικευμένο πόλεμο με το Ισραήλ θα δεχθεί και αμερικανικές επιθέσεις, χωρίς να μπορεί να υπολογίζει σε έμπρακτη υποστήριξη από Ρωσία και Κίνα.
Οι Ιρανοί πιστεύουν, άλλωστε, ότι ο χρόνος δουλεύει εναντίον της Δύσης και κατ’ επέκταση εναντίον του Ισραήλ.
Η ανάδυση του “Παγκόσμιου Νότου” (BRICS+ και Οργανισμός της Σαγκάης) στο διεθνές σύστημα περιορίζει σταδιακά την αμερικανική επιρροή και στη Μέση Ανατολή και –λόγω και του Παλαιστινιακού– απομονώνει σχετικά το Ισραήλ και από τη δυτική γνώμη. Η Τεχεράνη, λοιπόν, δεν έχει συμφέρον να επιδιώξει την κλιμάκωση στην παρούσα συγκυρία.
Αντιθέτως, το Ισραήλ σπρώχνει τα πράγματα προς πολεμική σύγκρουση, θεωρώντας ότι μπορεί με τη βοήθεια των Αμερικανών να εξουδετερώσει το Ιράν, όπως επιδιώκει πολλά χρόνια.
Οι ΗΠΑ, όμως, δεν επιθυμούν κλιμάκωση-γενίκευση της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή, όχι μόνο λόγω της δεδομένης εμπλοκής τους στο Ουκρανικό, αλλά και επειδή σωστά εκτιμούν ότι μία τέτοια εξέλιξη θα βλάψει τα σφαιρικά συμφέροντά τους.
Ας σημειωθεί μόνο ότι ένας πόλεμος θα έκλεινε αυτομάτως τα Στενά του Ορμούζ, από τα οποία διακινείται το 20% του πετρελαίου παγκοσμίως. Είναι προφανές ότι το κλείσιμο των Στενών θα συρρίκνωνε σε βαθμό ασφυξίας την διεθνή προσφορά (λόγω και των κυρώσεων σε Ρωσία, Ιράν και Βενεζουέλα) και κατ’ επέκταση θα εκτόξευε σε πρωτοφανή ύψη την τιμή του βαρελιού, γεγονός που θα ήταν μοναδικό δώρο στη Μόσχα.
Comments